- μεταμέλπομαι
- μεταμέλπομαι (Α)ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* μέλπομαι «ψάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταμέλπεται — μεταμέλπομαι sing pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)